- ἀλληλόφιλοι
- ἀλληλό-φῐλοι, α,A fond of each other, Gp.20.6.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλληλόφιλοι — ἀλληλόφιλοι, α (Μ) φίλοι ο ένας τού άλλου «και τίνα αυτών (πρόκειται για είδη ιχθύων) ἀλληλόφιλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του τ. *ἀλληλόφιλος < ἀλληλο * + φίλος] … Dictionary of Greek
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek